γιαλούσης

γιαλούσης
ο (θηλ. γιαλούσα, η)
1. αυτός που ζει κοντά στην παραλία
2. εκείνος που ψαρεύει στον γιαλό και δεν έχει άλλους πόρους
3. πάμφτωχος, χωρίς κτήμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”